- ίασπις
- Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον πορώδη ιστό του, που διευκολύνει την πρόσληψη εγκλεισμάτων. Ένας τύπος, μαύρος εξαιτίας ανθρακικών προσμείξεων, ονομάζεται λυδίτης (λυδία λίθος) και χρησιμεύει για τη δοκιμή της περιεκτικότητας του χρυσού στα κράματά του. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, έχει σκληρότητα 7 στην κλίμακα MOS και πυκνότητα 2,6 gr/cm3. Η λάμψη του είναι συνήθως υαλώδης, μερικές φορές όμως είναι λιπαρή.
Ο ί. βρίσκεται σε αυτοτελείς φλέβες και κοιτάσματα ή μέσα σε κοιλότητες και ρωγμές. Συναντάται επίσης σε κοιτάσματα σιδηρίτη και λειμονίτη.
Κοιτάσματα ί. υπάρχουν στις ΗΠΑ, στην Αίγυπτο, στη Σαξονία και στην Ιταλία (συχνά μαγγανιούχοι). Τα ωραιότερα (κόκκινα) δείγματά του προέρχονται από τις Ινδίες και τη Βενεζουέλα. Ο ί. βρίσκει εφαρμογή στην αρχιτεκτονική (σε μικρές ψηφιδωτές διακοσμήσεις) και ως πολύτιμος λίθος, μικρής όμως αξίας.
* * *ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού κερατόλιθοςμσν.-αρχ.1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῡ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη τού λίθουαρχ.το φυτό χρυσογόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω τού χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].
Dictionary of Greek. 2013.